Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

γέρασε απ' τίς

  • 1 κακουχία

    η (чаще πλ.), невзгоды, страдания, бедствия; нужда;

    γέρασε απ' τίς κακουχίες — состариться (раньше времени) от страданий, бедствий

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κακουχία

  • 2 изжить

    -живу, -жившь, παρλθ. χρ. изжил
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изжитый, βρ: -жит, -а, -о
    κ. изжитой, βρ: -жит, -а
    -ο; ρ.σ.μ.
    1. εξαλείφω, ξεριζώνω•

    изжить недостатки εξαλείφω τις αδυναμίες.

    2. τρώγω το ψωμίμου, πλησιάζω προς το τέλος•

    он -жил свою жизнь, свой век αυτός τό φάγε το ψωμί του (πλησιάζει προς το θάνατο).

    || υποφέρω, περνώ, τραβώ, δοκιμάζω, γεύομαι•

    изжить горе περνώ φαρμάκια•

    изжить печали περνώ θλίψη.

    εκφρ.
    он -ил себя – τό φάγε το ψωμί του, γέρασε, έγινε άχρηστος.
    ξοδεύω, δαπανώ (για δυνάμεις, μέσα κλπ,).

    Большой русско-греческий словарь > изжить

См. также в других словарях:

  • αμαρτία — Παραβίαση θρησκευτικού κανόνα, που συνεπάγεται ποινή ή εξιλέωση ιερού χαρακτήρα. Αυτή η αντίληψη για την α. μπορεί να περιλάβει είτε παραβιάσεις απαγορεύσεων και παραλείψεις στην άψογη εφαρμογή των θρησκευτικών τύπων, χωρίς κανενός είδους ηθικό… …   Dictionary of Greek

  • Τιθωνός — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Λαομέδοντα και της Στρυμώς, και αδελφός του Πριάμου. Τον ερωτεύτηκε η Ηώς, η θεά της αυγής, και απέκτησαν μαζί τον Μέμνονα. Η Ηώς παρακάλεσε τον Δία να κάνει τον Τ. αθάνατο, αλλά λησμόνησε να του ζητήσει να του… …   Dictionary of Greek

  • Αργυρά — I Μυθολογικό πρόσωπο. Θαλασσινή νύμφη που αγάπησε τον ωραίο βοσκό Σέλεμνο, εγκατέλειψε τη θάλασσα και εγκαταστάθηκε κοντά του με μορφή πηγής. Όταν ο Σέλεμνος γέρασε, η Αφροδίτη τον μεταμόρφωσε σε ποταμό, για να μπορεί να δέχεται τις θωπείες της Α …   Dictionary of Greek

  • Ντίζελ, Ρούντολφ — (RudolfDiesel, Παρίσι 1858 – Στενό της Μάγχης 1913). Γερμανός μηχανικός και εφευρέτης. Σπούδασε στο Πολυτεχνείο του Μονάχου, μελέτησε τις ατμομηχανές με την καθοδήγηση του διάσημου καθηγητή φον Λίντε και ασχολήθηκε με το πρόβλημα της κατασκευής… …   Dictionary of Greek

  • αμαρτία — η 1. η παράβαση του ηθικού ή θεϊκού νόμου: Πήγα στον πνευματικό και εξομολογήθηκα τις αμαρτίες μου. 2. κρίμα, άδικο: Είναι αμαρτία να χάσουμε κι αυτή την ευκαιρία. 3. φρ., «Aυτός είναι παλιά αμαρτία», για άνθρωπο που γέρασε στη διαφθορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανταμοιβή — η ανταπόδοση, πληρωμή: Η ανταμοιβή για τις θυσίες του αυτές ήταν να μην του δίνει κανείς σημασία τώρα που γέρασε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μουρνταρεύω — μουρντάρεψα 1. βρομίζω, μολύνω: Μουρντάρεψαν τις αυλές με σκουπίδια. 2. μτφ., κάνω ακολασίες, ρέπω σε ανήθικες πράξεις, παρεκτρέπομαι: Γέρασε κι ακόμα μουρνταρεύει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»